σφετερισμός

Revision as of 22:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

ὁ, appropriation, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ = for one's own use and advantage, Arist.Rh.1374a16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de s'approprier.
Étymologie: σφετερίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφετερισμός -οῦ, ὁ [σφετερίζω] het zich toe-eigenen.

Russian (Dvoretsky)

σφετερισμός:присвоение, завладение, захват Arst.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΜΑ σφετερίζομαι
παράνομη οικειοποίηση ξένου πράγματος.

Greek Monotonic

σφετερισμός: ὁ, ιδιοποίηση, οικειοποίηση, υπεξαίρεση, αντιποίηση· ἐπὶσφετερισμῷ ἑαυτοῦ, οικειοποίηση για προσωπική χρήση και ίδιον όφελος, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σφετερισμός: ὁ, τὸ σφετερίζεσθαι, ἰδιοποιεῖσθαι, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ, πρὸς ἰδίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 13, 10.

Middle Liddell

σφετερισμός, οῦ, ὁ, [from σφετερίζω
appropriation, ἐπὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ for one's own use and advantage, Arist.