τιήρης
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
v. τιάρας.
German (Pape)
[Seite 1109] ὁ, ion. statt τιάρας, τιάρα, Her.
French (Bailly abrégé)
εω (ὁ) :
ion. c. τιάρα.
Russian (Dvoretsky)
τιήρης: εω ὁ ион. = τιάρα.
Greek (Liddell-Scott)
τιήρης: -ου, ὁ, Ἰων. ἀντὶ τιάρας, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
-έω, ὁ, Α
ιων. τ. βλ. τιάρα.
Greek Monotonic
τιήρης: -ου, ὁ, Ιων. αντί τιάρας.