τραχέως
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
v. τραχύς ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec âpreté ou rudesse ; fig. τρηχέως (ion.) περιέπεσθαι HDT être durement traité ; τραχέως φέρειν PLUT être entêté ; τραχέως ἔχειν ISOCR être rude;
Cp. τραχύτερον, Sp. τραχύτατα.
Étymologie: τραχύς.
Russian (Dvoretsky)
τρᾱχέως: ион. τρηχέως
1) грубо, сурово, свирепо (περιέπεσθαι ὑπό τινος Her.; ὑλακτεῖν Plut.): τ. ἔχειν τινί Dem. сердиться на кого-л.;
2) негодующе (φέρειν τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχέως: Ἐπίρρ. τοῦ τραχύς, ὅ ἴδε.
Greek Monolingual
και ιων. τ. τρηχέως Α
επίρρ. βλ. τραχύς.
Greek Monotonic
τρᾱχέως: επίρρ. του τραχύς.