φίλτερος
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
α, ον, irreg. Comp. of φίλος, Il.11.162, Od.11.360, Hes. Op.309, Pi.I.1.5, E.El.243, Alc.432, Hipp.185 (anap.) (not in A. or S.): in later Prose, D.C.64.14, Jul.Or.2.89a.
German (Pape)
[Seite 1289] unregelm. compar. zu φίλος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
Cp. de φίλος.
Russian (Dvoretsky)
φίλτερος: compar. к φίλος I.
Greek (Liddell-Scott)
φίλτερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ φίλος, Ἰλ. Λ. 162, Ὀδ. Λ. 360, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 307· δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς.
English (Autenrieth)
see φίλος.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. φίντερος, -έρα, -ον, Α
(συγκριτ. βαθμός του φίλος) πιο αγαπητός, προσφιλέστερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. -τερος τών επιθ. συγκριτικού βαθμού (βλ. και λ. φίλος)].
Greek Monotonic
φίλτερος: -α, -ον, ανώμ. συγκρ. του φίλος, σε Όμηρ., Ησίοδ.