ἀθαλής
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
or ἀθαλλής, ές, of the laurel, not verdant, withered, Plu. Pomp.31, Orac. ap. Ath.12.524b.
French (Bailly abrégé)
c. ἀθαλλής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθαλής: ἢ ἀθαλλής, ές, περὶ δάφνης, μὴ θάλλων, ἐξηραμένος, Πλουτ. Πομπ. 31. Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Β.
Greek Monotonic
ἀθᾰλής: -ές (θάλλω), λέγεται για τη δάφνη, μη πράσινος, ξερός, αποξηραμένος, μαραμένος, σε Πλούτ.