ἀμφίκλυστος

From LSJ
Revision as of 17:24, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίκλυστος Medium diacritics: ἀμφίκλυστος Low diacritics: αμφίκλυστος Capitals: ΑΜΦΙΚΛΥΣΤΟΣ
Transliteration A: amphíklystos Transliteration B: amphiklystos Transliteration C: amfiklystos Beta Code: a)mfi/klustos

English (LSJ)

ον, washed on both sides by waves, ἀκτή, of a promontory, S.Tr.752, cf. 780; ἠιών Str.11.4.2; χῶμα App.BC5.72.

Spanish (DGE)

-ον
batido enteramente por el agua de cabos o promontorios ἀκτή S.Tr.752, πέτρα S.Tr.780, ἠιών Str.11.4.2, χῶμα App.BC 5.72, χοιράδας Lyc.633.

German (Pape)

[Seite 140] rings umspült, umfluthet, ἀκτή Soph. Tr. 749, πέτρα 777; χοιράδες Lyc. 633.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
baigné tout autour.
Étymologie: ἀμφί, κλύζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίκλυστος: кругом омываемый (волнами) (ἀκτή Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκλυστος: -ον, ὁ ἑκατέρωθεν περικλυζόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἀκτή τις ἀμφ., ἐπὶ ἀκρωτηρίου, Σοφ. Τρ. 752, πρβλ. 780.

Greek Monolingual

ἀμφίκλυστος, -ον (Α) ἀμφικλύζω
αυτός που κατακλύζεται από νερά κι από τις δύο πλευρές ή που βρέχεται από παντού.

Greek Monotonic

ἀμφίκλυστος: -ον (κλύζω), βρεγμένος και στις δύο πλευρές από τα κύματα, σε Σοφ.

Middle Liddell

κλύζω
washed on both sides by the waves, Soph.

English (Woodhouse)

lashed by the sea, laved by the sea, washed by the sea

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)