ἀνέπαλτο
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ἀνεπάλμενος, v. sub ἀναπάλλω.
German (Pape)
[Seite 224] aor. syne. zu ἀναπάλλω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 Moy. de ἀναπάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέπαλτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 med. к ἀναπάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέπαλτο: ἀνεπάλμενος, ἴδε ἐν λ. ἀναπάλλω.
English (Autenrieth)
see ἀναπάλλω.
Greek Monotonic
ἀνέπαλτο: γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του ἀναπάλλω.