ἀπέλεθρος

Revision as of 18:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, immeasurable, ἶν' ἀπέλεθρον ἔχοντας Il.5.245, cf. Od. 9.538; ἀπέλεθρον ἀνέδραμε sprang back immeasurably, Il.11.354; countless, Nonn.D.19.330.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inconmensurable, inmenso ἶν' ἀπέλεθρον Il.5.245, 7.269, Od.9.538.
2 c. colect. incontable, numerosísimo γενέθλη Nonn.D.19.332.
II neutr. como adv. un largo trecho ὦκ' ἀπέλεθρον ἀνέδραμε Il.11.354.

German (Pape)

[Seite 286] (πλέθρον), unermeßlich, Hom. ἴς, Iliad. 5, 245. 7, 269 Od. 9, 538 ἶν' ἀπέλεθρον; ἀπέλεθρον ἀνέδραμε, unermeßlich weit zurück, Il. 11, 354; sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
immense ; adv. • ἀπέλεθρον IL au loin.
Étymologie: , πέλεθρον.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέλεθρος: неизмеримый, огромный (ἴς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέλεθρος: -ον, ἀμέτρητος, μέγας, ἶν’ ἀπέλεθρον ἔχοντας, «δύναμιν ἀμέτρητον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 245, Ὀδ. Ι. 538· ἀπέλεθρον ἀνέδραμε, ἀνετινάχθη ὀπίσω εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, Ἰλ. Λ. 354.

English (Autenrieth)

immeasurable; ἴς, Il. 5.245, Od. 9.538; neut. as adv., ‘enormously far,’ Il. 11.354.

Greek Monolingual

ἀπέλεθρος, -ον (Α) πέλεθρον
αμέτρητος, άπειρος, απέραντος.

Greek Monotonic

ἀπέλεθρος: -ον (πέλεθρον), απροσμέτρητος, τεράστιος· το ουδ. ως επίρρ., σε τεράστια απόσταση, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

πέλεθρον
immeasurable, Hom.: neut. as adv. immeasurably far, Il.