ἐξείργω
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 875] ion. ἐξέργω (s. εἴργω), ausschließen; χρόνου γὰρ ἄν σοι καιρὸν ἐξείργοι λόγος Soph. El. 1284, wo der Schol. ἀφαιρεῖται τὴν εὐκαιρίαν ἡ ἀδολεσχία erkl.; τῶνδ' οὐδὲν ἐξείργει νόμος Eur. Andr. 176; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys. 6, 16; ἐξ ἀγορᾶς Plat. Legg. XI, 936 c, den Zutritt dazu verwehren; τινὰ θύραζε Ar. Ach. 825; übh. verhindern, verbieten, πολέμοις, τῷ νόμῳ ἐξείργοντο, Thuc. 1, 118. 3, 70; ἢν ἐξείργωνται πάντων, falls sie von Allem abgeschnitten werden sollten, 2, 13, vgl. δίκης νομίμου Plut. Rom. 23; πληγαῖς ἐξείργων τοὺς θυμῷ φιλοφρονουμένους Plat. Legg. XI, 935 c; – ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος, vom Gesetz eingeschlossen, gezwungen, Her. 9, 111, wie ἀναγκαίῃ ἐξεργόμενος 7, 96. 139.
French (Bailly abrégé)
1 écarter, exclure, repousser : τινά qqn ; ἐκ τῶν ἱερῶν LYS exclure des sacrifices;
2 exclure, empêcher : τι qch ; Pass. ὑπό τινος, τινι être empêché par qch.
Étymologie: ἐξ, εἴργω.
2contraindre, forcer ; Pass. être contraint.
Étymologie: ἐξ, εἵργω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξείργω:
I
1) изгонять (τινὰ θύραζε Arph.; πληγαῖς τινα Plat.; τὰ λῃστήρια τῆς θαλάσσης Plut.);
2) закрывать доступ, не допускать (τινὰ τῆς ἀγορᾶς Plat.; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys.): χρόνου καιρὸν ἐ. τινί Soph. лишать кого-л. удобного случая (действовать); ἐξείργεσθαι τοῦ λέγειν Plut. быть лишенным права выступать (на собраниях);
3) запрещать, мешать (τῶνδ᾽ οὐδὲν ἐξείργει νόμος Eur.; πολέμοις οἰκείοις ἐξειργόμενοι Thuc.): ὅταν μὴ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ Xen. если не препятствует время года.
II ион. ἐξέργω заставлять, принуждать, pass. быть вынужденным (ἀναγκαίῃ Her.; ὑπὸ τοῦ νόμου Her. и τῷ νόμῳ Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξείργω: Ἀττ., ἀντὶ τοῦ ἐξέργω, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
βλ. εξέργω.
Greek Monotonic
ἐξείργω: Αττ. αντί ἐξέργω.