ἔησθα
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
English (LSJ)
Ep. 2sg. impf. of εἰμί (sum). ἔῃσι, Ep. 3sg. subj. pres. of εἰμί (sum). ἐητύς, ύος, ἡ, goodness, Hsch. ἔθα· πάλιν, Id.
Spanish (DGE)
v. εἰμί.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impf. épq. de εἰμί.
Russian (Dvoretsky)
ἔησθα: и ἦσθα эп. 2 л. sing. impf. к εἰμί.
Greek (Liddell-Scott)
ἔησθα: β΄ ἑνικ. Ἐπ. παρατ. τοῦ εἰμὶ (sum).
Greek Monotonic
ἔησθα: Επικ. βʹ ενικ., Επικ. αντί ἦς, βʹ ενικ. παρατ. του εἰμί (sum).