ἱεροφαντικός
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
English (LSJ)
ή, όν, of a hierophant, στέμμα Luc.Alex.60; βίβλοι ἱεροφαντικοί = books on the sacred rites, Lat. libri pontificales, Plu.Num.22. Adv. ἱεροφαντικῶς = in the style of a hierophant Luc.Alex.39.
German (Pape)
[Seite 1243] ή, όν, den Hierophanten betreffend; στέμμα Luc. Alex. 60; βίβλοι, Bücher über die pontifices, Plut. Num. 22. – Adv., nach Art der Hierophanten, Luc. Alex. 39.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’hiérophante ; βίβλοι ἱεροφαντικοί les livres du pontife à Rome.
Étymologie: ἱεροφάντης.
Russian (Dvoretsky)
ἱεροφαντικός: жреческий (στέμμα Luc.; βίβλοι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροφαντικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἱεροφάντην, στέμμα Λουκ. Ἀλέξ. 60· βίβλοι ἱερ., Λατ. libri pontificales, Πλουτ. Νουμ. 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἀλέξ. 39.
Greek Monolingual
ἱεροφαντικός, -ή, -όν (Α) ιεροφάντης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιεροφάντη (α. «στεφανωθῆναι τῷ ἱεροφαντικῷ στέμματι», Πλούτ.
β. «βίβλους ἱεροφαντικάς» — βιβλία για τους pontifices τών Ρωμαίων, libri pontificates, Πλούτ.).
επίρρ...
ἱεροφαντικῶς
κατά τον τρόπο τών ιεροφαντών, σαν ιεροφάντης, μυσταγωγικώς, ιεροπρεπώς.
Greek Monotonic
ἱεροφαντικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στον ιεροφάντη, σε Λουκ.· βίβλοι ἱερ., Λατ. Libri pontificales, σε Πλούτ.· επίρρ. ἱεροφαντικῶς, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἱεροφαντικός, ή, όν [from ἱεροφάντης
of a hierophant, Luc.; βίβλοι ἱερ. the libri pontificales, Plut. adv. ἱεροφαντικῶς, Luc.