ὀλόεις

From LSJ
Revision as of 21:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλόεις Medium diacritics: ὀλόεις Low diacritics: ολόεις Capitals: ΟΛΟΕΙΣ
Transliteration A: olóeis Transliteration B: oloeis Transliteration C: oloeis Beta Code: o)lo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, = ὀλοός, only in S.Tr.521 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 325] εσσα, εν, = ὀλοός, μετώπων ὀλόεντα πλήγματα, Soph. Trach. 518.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. ὀλοός.

Russian (Dvoretsky)

ὀλόεις: όεσσα, όεν губительный, смертельный (πλήγματα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλόεις: εσσα, εν, = ὀλοός, μόνον παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 521, πρβλ. Δινδ. αὐτόθι 840.

Greek Monolingual

ὀλόεις, -εσσα, -εν (Α)
ολέθριος, καταστρεπτικός («ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός», κατά τα επίθετα σε -εις].