ὁμόκλαρος
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
Dor. for ὁμόκληρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une part égale.
Étymologie: ὁμός, κλῆρος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόκλᾱρος: дор. = *ὁμόκληρος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόκλᾱρος: Δωρ. ἀντὶ ὁμόκληρος.
English (Slater)
ὁμόκλᾱρος sharing the same fortune ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς ὁμοῦ νικησάντων Ἴσθμια Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις joint (N. 9.5)
Greek Monolingual
ὁμόκλαρος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ομόκληρος.
Greek Monotonic
ὁμόκλᾱρος: Δωρ. αντί ὁμόκληρος.