τριχῶς
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
Adv. in threefold manner, διῃρῆσθαι τ. Arist.HA590a13, cf. APr.67b4, al., D.T.636.21, Sor.2.55, Gal.15.525, Men.Rh.p.331S.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριχῶς [τρίχα] adv., op drieërlei wijze.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχῶς: τρίχα I] трояким образом Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχῶς: Ἐπίρρ., κατὰ τρεῖς τρόπους, διῃρῆσθαι τ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 13, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με τρεις τρόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (Ι) + επιρρμ. κατάλ. -ῶς].
German (Pape)
adv., auf dreifache Art, Sp.