ποτιδεύομαι

Revision as of 17:05, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

Dor. for προσδέομαι, Theoc.5.63.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτιδεύομαι Dor. med. van 2. προσδέω.

Russian (Dvoretsky)

ποτιδεύομαι: дор. = προσδέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιδεύομαι: Δωρ. ἀντὶ προσδέομαι, Θεόκρ. 5. 63.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσδέομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + δεύομαι, δωρ. τ. του δέομαι].

Greek Monotonic

ποτιδεύομαι: Δωρ. αντί προσ-δέομαι.

German (Pape)

dorische Form statt προσδεύομαι.