αὐτόμορφος

From LSJ
Revision as of 12:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόμορφος Medium diacritics: αὐτόμορφος Low diacritics: αυτόμορφος Capitals: ΑΥΤΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: autómorphos Transliteration B: automorphos Transliteration C: aftomorfos Beta Code: au)to/morfos

English (LSJ)

αὐτόμορφον, self-formed, natural, E.Fr.125.

Spanish (DGE)

-ον
moldeado por sí mismo, e.d. natural ἐξ αὐτομόρφων λαΐνων τυκισμάτων ... ἄγαλμα E.Fr.125.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόμορφος: природный, естественный (τυκίσματα Eur. - v.l. τειχίσματα).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόμορφος: -ον, αὐτοσχημάτιστος, φυσικός, Εὐρ. Ἀποσπ. 124.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α αὐτόμορφος, -ον)
αυτός που έχει δική του μορφή, που δεν μοιάζει με άλλον
αρχ.
αυτός που πήρε μόνος του μορφή, φυσικός.