γνάφαλος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, an unknown bird, Arist.HA616b16.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ orn. n. de un pájaro de difícil identificación, quizá el picotero Arist.HA 616b16.
Russian (Dvoretsky)
γνάφαλος: ὁ птица, предполож. болтушка (Ampelis garrula) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
γνάφαλος: ὁ, εἶδος πτηνοῦ, ampelis garrulus ἢ emberiza nivalis, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 16, 2.’
Greek Monolingual
γνάφαλος, ο (Α) γνάπτω
ονομασία πτηνού.
German (Pape)
= κνάφαλος.