γνάπτω
From LSJ
English (LSJ)
v. γνάμπτω, Hsch. <π>
Spanish (DGE)
v. κνάπτω.
French (Bailly abrégé)
c. κνάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Greek Monolingual
βλ. γνάφω.
Greek Monotonic
γνάπτω: γναφεύς, βλ. κνάπτω, κναφεύς.
Frisk Etymological English
γνάφαλλον, γναφεύς See also: s. κνάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
γνάπτω: γνάπτωρ, γνάφαλον ἢ -αλλον, -φεῖον, -φεύς, -φευτικός, -φεύω, -φικός, -φος, -φω, -ψις, ἴδε ἐν κν-.
Frisk Etymology German
γνάπτω: {gnáptō}
Forms: γνάφαλλον, γναφεύς usw.
Grammar: v.
See also: s. κνάπτω.
Page 1,316
German (Pape)
weichere Form für κνάπτω.