δαφνόκομος

From LSJ
Revision as of 12:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνόκομος Medium diacritics: δαφνόκομος Low diacritics: δαφνόκομος Capitals: ΔΑΦΝΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: daphnókomos Transliteration B: daphnokomos Transliteration C: dafnokomos Beta Code: dafnοko/mos

English (LSJ)

δαφνόκομον, bay-crowned, τρίποδες AP9.505.11.

German (Pape)

[Seite 525] mit Lorbeer umkränzt, τρίποδες Φοίβου Anth. IX, 505, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert ou couronné de laurier.
Étymologie: δάφνη, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

δαφνόκομος: увенчанный лаврами (τρίποδες Φοίβου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δαφνόκομος: -ον, ὁ διὰ δάφνης ἐστεμμένος, Ἀνθ. Π. 9. 505, 11.

Greek Monolingual

δαφνόκομος, -ον (Α)
στεφανωμένος με δάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάφνη + -κομος < κόμη «μαλλιά» (πρβλ. καλλίκομος, ξανθόκομος)].

Greek Monotonic

δαφνόκομος: -ον (κόμη), στεφανωμένος με δάφνη, στολισμένος με δάφνη, σε Ανθ.

Middle Liddell

κόμη
laurel-crowned, Anth.