δεσπότειρα
From LSJ
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
ἡ, fem. of δεσπότης, mistress, S. Fr.1040.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ dueña de la casa S.Fr.1040.
German (Pape)
[Seite 551] ἡ, = δέσποινα, Soph. frg. 868.
Russian (Dvoretsky)
δεσπότειρα: ἡ Soph. = δέσποινα.
Greek (Liddell-Scott)
δεσπότειρα: ἡ, θηλ. τοῦ δεσπότης, δέσποινα, κυρία, Σοφ. Ἀποσπ. 868.
Greek Monolingual
η
βλ. δεσπότης.