εὐάμπελος

From LSJ
Revision as of 16:50, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάμπελος Medium diacritics: εὐάμπελος Low diacritics: ευάμπελος Capitals: ΕΥΑΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: euámpelos Transliteration B: euampelos Transliteration C: evampelos Beta Code: eu)a/mpelos

English (LSJ)

ον, with fine vines, E.Fr.530.3, Str.3.3.1, al.: epithet of Dionysus, AP9.524.6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles vignes.
Étymologie: εὖ, ἄμπελος.

Russian (Dvoretsky)

εὐάμπελος: увитый прекрасными виноградными гроздьями (эпитет Диониса) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάμπελος: -ον, ἔχων ὡραίας ἀμπέλους, Στράβ. 152, 247, 269: - ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524.

Greek Monolingual

εὐάμπελος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία αμπέλια («Σαλαμῑνα τὴν εὐάμπελον», Στράβ.)
2. αυτός που είναι κατάλληλος για ωραία αμπέλια
3. επίθ. του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άμπελος].

Greek Monotonic

εὐάμπελος: -ον, αυτός που έχει ωραία αμπέλια, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-άμπελος, ον
with fine vines, Anth.

English (Woodhouse)

rich in vines

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

German (Pape)

mit schönen Weinstöcken, Strab. III p. 152 und öfter. Beiwort des Dionysos (IX.524.6).