καρωτικός

From LSJ
Revision as of 13:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρωτικός Medium diacritics: καρωτικός Low diacritics: καρωτικός Capitals: ΚΑΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: karōtikós Transliteration B: karōtikos Transliteration C: karotikos Beta Code: karwtiko/s

English (LSJ)

καρωτική, καρωτικόν, stupefying, soporific, κ. ὁ κρίθινος Arist.Fr.106, cf. Dsc.4.64; κ. φάρμακα Gal.10.817; δυνάμεις, ἐπιβροχαί, Id.11.711, 14.733, cf. Porph.Abst.1.27.

German (Pape)

[Seite 1332] betäubend, in tiefen Schlaf bringend; ὁ οἶνος καρηβαρικός, ὁ δὲ κριθινὸς καρωτικός Ath. I, 34 b; Schlagfluß verursachend, αἱ καρωτικαὶ ἀρτηρίαι, = καρωτίδες.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρωτικός: усыпляющий, погружающий в сон (ὁ κρίθινος οἶνος Arst.; τὸ πνεῦμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων κάρωσιν, νυσταγμόν, νάρκην, καρωτικὸς ὁ κρίθινος (δηλ. οἶνος) Ἀριστ. Ἀποσπ. 101· κ. φάρμακα Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α καρωτικός, -ή, -όν) [[[καρώ]] (II)]
αυτός που επιφέρει κάρωση, αναισθητικός, ναρκωτικός, υπνωτικός.