καταίβασις
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
εως, ἡ, poet. for κατάβασις, AP11.23 (Antip.).
Russian (Dvoretsky)
καταίβᾰσις: ἡ Anth. = κατάβασις.
Greek (Liddell-Scott)
καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κατάβασις, Ἀνθ. Π. 11. 23.
Greek Monolingual
καταίβασις, ἡ (Α)
μετάβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του κατάβασις. Το καται- πιθ. κατ' επίδραση του καται-βάτης.
Greek Monotonic
καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. αντί κατάβασις, σε Ανθ.
Middle Liddell
καταί-βᾰσις, εως poet. for κατάβασις, Anth.]
German (Pape)
ἡ, p. = κατάβασις, Antip.Sid. 1 (XI.23).