καταπτοέω
From LSJ
English (LSJ)
frighten, Ps.-Luc.Philopatr.29.
German (Pape)
[Seite 1373] einschüchtern; Luc. Philop. 29; Ios.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
frapper de stupeur, acc..
Étymologie: κατά, πτοέω.
Russian (Dvoretsky)
καταπτοέω: пугать, устрашать (τινα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
καταπτοέω: πτοίαν ἢ πτόησιν ἐμβάλλω, καταφοβῶ, καταπλήττω, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 29· Παθ. ἀόρ. κατεπτώθην (ἐκ διορθώσ. ἀντὶ -επώθην), Γενέσ. 58Α.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πτοέω schrik aanjagen.