κατθέμεν
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
English (LSJ)
v. κατατίθημι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 épq. sync. de κατατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
κατθέμεν: эп. inf. к κατατίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
κατθέμεν: κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι, κάτθεο, ἴδε ἐν λ. κατατίθημι.
English (Autenrieth)
see κατατίθημι.
German (Pape)
ep. für καταθεῖναι.