μελιτοῦττα
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
v. μελιτόεις II.
French (Bailly abrégé)
v. μελιτόεις.
Russian (Dvoretsky)
μελιτοῦττα: атт. Luc. = μελιτοῦσσα (f к μελιτοῦς).
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτοῦττα: ἴδε μελιτόεις ΙΙ.
Greek Monotonic
μελῐτοῦττα: βλ. μελιττόεις II.
Middle Liddell
[v. μελιτόεις II.]
German (Pape)
ἡ, sc. μᾶζα, ἡ μελιτόεσσα, Honigkuchen, Her. 8.41; Ar. Nub. 499, Lys. 601 und Sp., wie Luc. Lexiph. 6; seltener μελιτοῦς, sc. πλακοῦς.