πλινθόομαι
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
Med., build as with bricks, χρυσῷ… ἐπλινθώσασθε μέλαθρον AP9.423 (Bianor).
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
construire en briques.
Étymologie: πλίνθος.
Russian (Dvoretsky)
πλινθόομαι: строить из кирпичей (μέλαθρον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
πλινθόομαι: μέσ., οἰκοδομῶ ὡς διὰ πλίνθων, χρυσῷ... ἐπλινθώσασθε μέλαθρον Ἀνθ. Π. 9. 423.
Greek Monotonic
πλινθόομαι: Μέσ., οικοδομώ όπως με πλίνθους, σε Ανθ.