σπανία
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ἡ, = σπάνις, E.Rh.245 (lyr.), D.S.24.1, Phot.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, = σπάνις, Mangel, VLL.; Jac. A. P. 201. S. auch σπάνιος.
Russian (Dvoretsky)
σπᾰνία: ἡ редкость, недостаток, нехватка, скудость (τῶν ἀγαθῶν Eur.; τῶν τροφῶν Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰνία: ἡ, = σπάνις, Εὐρ. Ρῆσ. 245, Διοδ. Ἐκλογ. 507. 91, Φώτ.
Greek Monolingual
ἡ, Α σπάνιος
σπανιότητα, σπάνις.