ταυρόμορφος
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
ον, bull-formed, ὄμμα Κηφισοῦ E.Ion1261, cf. Ph.2.160, Ath.11.476a; κάνθαρος τ. PMag.Par.1.65.
German (Pape)
[Seite 1074] von Stiergestalt; ὄμμα πατρὸς ταυρόμορφον, Eur. Ion 1261; Lycophr. 1299.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à forme de taureau.
Étymologie: ταῦρος, μορφή.
Russian (Dvoretsky)
ταυρόμορφος: быкообразный (ὄμμοι Κηφισοῦ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ταυρόμορφος: -ον, ὁ ἐσχηματισμένος ὡς ταῦρος, ἔχων μορφὴν ταύρου, ὄμμα Κηφισσοῦ Εὐρ. Ἴων. 1261, πρβλ. Ἀθήν. 476Λ.
Spanish
tauriforme, que tiene forma de toro
Greek Monolingual
-η, -ο / ταυρόμορφος, -ον, ΝΑ, και ταυρεόμορφος, -ον, Α
αυτός που έχει μορφή ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].
Greek Monotonic
ταυρόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει μορφή ταύρου, σε Ευρ.
Middle Liddell
ταυρό-μορφος, ον, μορφή
bull-formed, Eur.
Léxico de magia
-ον tb. ταυρεόμ- tauriforme, que tiene forma de toro de Selene δεῦρ' ἴθι μοι, κερατῶπι, φαεσφόρε, ταυρεόμορφε ven junto a mí, que tienes cuernos en tu rostro, portadora de luz, tauriforme P IV 2548 de un escarabajo ἐξαρτήσας αὐτοῦ (τοῦ καλάμου) θριξὶ ἵππου ἄρσενος κάνθαρον τὸν ταυρόμορφον κατὰ τὸ μέσον δεδεμένον cuelga de la caña con crines de caballo macho un escarabajo, el que tiene forma de toro, atado por el centro P IV 65