τετραποδίζω
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
English (LSJ)
go on all fours, Arist.HA501a3; = quadripedo, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1099] auf vier Füßen gehen, wie ein vierfüßiges Thier gehen oder leben, von Menschen, Arist. H. A. 2, 1.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰποδίζω: передвигаться на четвереньках Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰποδίζω: περιπατῶ μὲ τὰ τέσσαρα, «ἀρκουδίζω», ὡς τὰ μικρὰ παιδία, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 48, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. εἰλύεται.
Greek Monolingual
ΝΑ τετράπους, -οδος]
βαδίζω στηριζόμενος στα χέρια και στα πόδια, περπατώ με τα τέσσερα, μπουσουλώ («τὸ πρῶτον παιδίον ὤν ἕρπει τετραποδίζων», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(για ιπποειδή) προχωρώ βάδην.