τετραποδίζω

From LSJ
Revision as of 11:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰποδίζω Medium diacritics: τετραποδίζω Low diacritics: τετραποδίζω Capitals: ΤΕΤΡΑΠΟΔΙΖΩ
Transliteration A: tetrapodízō Transliteration B: tetrapodizō Transliteration C: tetrapodizo Beta Code: tetrapodi/zw

English (LSJ)

go on all fours, Arist.HA501a3; = quadripedo, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1099] auf vier Füßen gehen, wie ein vierfüßiges Thier gehen oder leben, von Menschen, Arist. H. A. 2, 1.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰποδίζω: передвигаться на четвереньках Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰποδίζω: περιπατῶ μὲ τὰ τέσσαρα, «ἀρκουδίζω», ὡς τὰ μικρὰ παιδία, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 48, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. εἰλύεται.

Greek Monolingual

ΝΑ τετράπους, -οδος]
βαδίζω στηριζόμενος στα χέρια και στα πόδια, περπατώ με τα τέσσερα, μπουσουλώ («τὸ πρῶτον παιδίον ὤν ἕρπει τετραποδίζων», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(για ιπποειδή) προχωρώ βάδην.