τετρακόρωνος

From LSJ
Revision as of 11:45, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκόρωνος Medium diacritics: τετρακόρωνος Low diacritics: τετρακόρωνος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΟΡΩΝΟΣ
Transliteration A: tetrakórōnos Transliteration B: tetrakorōnos Transliteration C: tetrakoronos Beta Code: tetrako/rwnos

English (LSJ)

ον, four times a crow's age, Hes.Fr.171.2.

German (Pape)

[Seite 1098] vier Krähenalter habend, d. i. sehr alt, Hes. frg. 50, 2.

Russian (Dvoretsky)

τετρακόρωνος: живущий четыре вороньих века, т. е. очень долговечный (ἔλαφος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκόρωνος: -ον, ὁ τετράκις μακροβιώτερος κορώνης, Ἡσ. Ἀποσπ. 50. 2.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που ζει τέσσερεις φορές περισσότερο από την κουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κόρωνος (< κορώνη), πρβλ. τρικόρωνος].