φασκάς
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
άδος, ἡ, a kind of duck, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395d, cf. βασκάς.
German (Pape)
[Seite 1258] άδος, ἡ, eine Entenart, auch βασκάς und βοσκάς geschrieben, Alex. Mynd. bei Ath. IX, 395 u. Arist. H. A. 8, 3.
Russian (Dvoretsky)
φασκάς: άδος ἡ птица чирок (Arst. - v.l. βοσκάς).
Greek (Liddell-Scott)
φασκάς: -άδος, ἡ, εἶδος νήσσης, «πάππιας», «αἱ λεγόμεναι φασκάδες μικρῷ μείζονες οὖσαι τῶν μικρῶν κολυμβίδων, τὰ λοιπὰ νήτταις εἰσὶ παραπλήσιοι» Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 395Ε· φέρεται καὶ βασκάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15.