φιληδονία
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ἡ, fondness for pleasure, Democr.159 (pl.), Agatharch.Fr.Hist.11, Hp.Ep.17, Epict. Gnom.45, Plu.2.12c, 21c, Sull.2, Max.Tyr.31.5, S.E.M.11.120, etc.
German (Pape)
[Seite 1277] ἡ, Liebe, Hang zum Vergnügen, Plut. ed. lib. 16.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. φιληδία.
Étymologie: φιλήδονος.
Russian (Dvoretsky)
φιληδονία: ἡ любовь к наслаждениям Plut., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
φιληδονία: ἡ, ἀγάπη τῶν ἡδονῶν, συχν. παρὰ Πλουτ. ὡς 2. 12C, 21C.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλήδονος
το να είναι κανείς φιλήδονος, η ροπή προς τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές.