ψηφοπαίκτης

From LSJ
Revision as of 08:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφοπαίκτης Medium diacritics: ψηφοπαίκτης Low diacritics: ψηφοπαίκτης Capitals: ΨΗΦΟΠΑΙΚΤΗΣ
Transliteration A: psēphopaíktēs Transliteration B: psēphopaiktēs Transliteration C: psifopaiktis Beta Code: yhfopai/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, (παίζω) one who juggles with pebbles, Eudox.Com.1, S.E.P.2.250.

German (Pape)

[Seite 1398] ὁ, der mit Steinchen od. Würfeln spielt, ein Taschenspieler, der Steinchen u. vgl. vor den Zuschauern unvermerkt verschwinden läßt, vertauscht, u. sonst vgl. macht; Eudox. com. bei Poll. 7, 201; Alciphr. 3, 20; Senec. epist. 45.

Russian (Dvoretsky)

ψηφοπαίκτης: ου ὁ фокусник Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφοπαίκτης: -ου, ὁ, (παίζω) ὁ παίζων μὲ λιθάρια ἢ κύβους, θαυματοποιὸς ἐνεργῶν ταχυδακτυλουργικῶς ὥστε νὰ μεταβάλλωσι ταῦτα θέσεις, Εὔδοξος ἐν «Ναυκλήρῳ» 1· πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 20, Senec. Epist. 45· ψηφάων παῖκται παρὰ Μανέθ. 4. 448· πρβλ. ψηφάς, ψηφοκλέπτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
θαυματοποιός που εκτελούσε ταχυδακτυλουργικά νούμερα με ψηφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + παίκτης.