ἀμφίθρεπτος

Revision as of 15:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, clotted round a wound, αἷμα S.Tr.572.

Spanish (DGE)

-ον coagulado en torno, αἷμα S.Tr.572.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
coagulé tout autour.
Étymologie: ἀμφί, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίθρεπτος: запекшийся вокруг (αἷμα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίθρεπτος: -ον, ὁ πεπηγὼς περί τι, ἀμφίθρεπτον αἷμα, τὸ περὶ τὸ τραῦμα πεπηγὸς αἶμα, Σοφ. Τρ. 572.

Greek Monolingual

ἀμφίθρεπτος, -ον (Α) τρέφω
(για το αίμα) αυτός που έχει πήξει γύρω από ένα τραύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θρεπτός].

Greek Monotonic

ἀμφίθρεπτος: -ον (τρέφω), πηγμένος γύρω από τραύμα, σε Σοφ.

Middle Liddell

τρέφω
clotted round a wound, Soph.