ἀναλφάβητος

From LSJ
Revision as of 12:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλφάβητος Medium diacritics: ἀναλφάβητος Low diacritics: αναλφάβητος Capitals: ΑΝΑΛΦΑΒΗΤΟΣ
Transliteration A: analphábētos Transliteration B: analphabētos Transliteration C: analfavitos Beta Code: a)nalfa/bhtos

English (LSJ)

ἀναλφάβητον, not knowing one's a b c, Nicoch.2D.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-φᾰ-]
analfabeto, ignorante sent. peyor. Nicoch.3A
en gener. iletrado Ath.176e, cf. EM 98.41G.

German (Pape)

[Seite 197] nicht einmal im Alphabet unterrichtet, ganz unwissend, Ep. ad. 552 (App. 321).

Russian (Dvoretsky)

ἀναλφάβητος: не знающий азбуки, неученый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλφάβητος: -ον, ὁ μὴ γιγνώσκων οὐδὲ τὸ ἀλφάβητον, ὅλως ἀγράμματος, «ἀμάθητος γραμμάτων ἁπάντων καὶ τὸ δὴ λεγόμενον ἀναλφάβητος» Φιλύλλ. ἐν «Αἰγεῖ» 2, πρβλ. Ἀθήν. 176Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀναλφάβητος, -ον)
αυτός που δεν διαβάζει ούτε το αλφάβητο, ο εντελώς αγράμματος
νεοελλ.
αυτός που δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, ούτε να χρησιμοποιεί γραπτώς την αρίθμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἀλφάβητος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναλφαβητισμός].