ἀπόρρημα
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀπερὦ) prohibition, Pl.Plt.296a.
Spanish (DGE)
-ματος, τό prohibición Pl.Plt.296a, cf. Hsch.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόρρημα: ατος τό запрет, запрещение Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρρημα: -ατος, τό, (ἀπερῶ) ἀπαγόρευσις, Πλάτ. Πολιτ. 296A.
Greek Monolingual
ἀπόρρημα, το (Α) ρήμα
απαγόρευση.
German (Pape)
τό, das Verbot, Plat. Polit. 296a.