ἄκερως
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ων, gen. ω, = ἀκέρατος, Pl.Plt. 265b, Ael.NA2.53, Max. Tyr. 17.5.
Spanish (DGE)
-ων
que no tiene cuernos ἀγελαῖα Pl.Plt.265b, cf. Ael.NA 2.53, βοῦς Max.Tyr.11.5.
German (Pape)
[Seite 71] ungehörnt, Plat. Polit. 265 b.
Russian (Dvoretsky)
ἄκερως: 2, gen. ω Plat., Arst. = ἀκέρατος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκερως: -ων, γεν. -ω, = ἀκέρατος, Πλάτ. Πολιτικ. 265B· πρβλ. ἄκερος.
Greek Monolingual
ἄκερως (-ω), -ων (Α)
ο άκερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κέρως < γεν. κέρα(σ)ος της λ. κέρας.