ἐκσύρω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
[ῡ], sweep away, in aor. Pass. ἐξεσύρη [ῠ] AP9.56 (Phil.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. pas. ἐξεσύρη [-ῠ-] AP 9.56 (Phil.); perf. part. ἐξεσυρμένος PVat.11re.7.47 (II d.C.)]
barrer, fig. arrastrar en v. pas. τὸ μὲν ἐξεσύρη λοιπὸν δέμας el resto del cuerpo fue arrastrado por las aguas AP l.c., πρασ(ιαὶ) ... ἐξεσυρμέναι quizá ref. terrenos de aluvión PVat.l.c., cf. 8.22.
German (Pape)
[Seite 779] herausziehen, ἐξεσύρη δέμας Philp. 71 (IX, 56).
Russian (Dvoretsky)
ἐκσύρω: (ῡ) вытаскивать (ἐξεσύρη δέμας, sc. ἐκ τοῦ ποταμοῦ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκσύρω: ῡ, σύρω ἔξω, Ἀνθ. Π. 9. 56, ἐν τῷ παθ. ἀορ. ἐξεσύρη ῠ.
Greek Monolingual
ἐκσύρω (Α)
σέρνω έξω, αποκομίζω (παθ. αόρ., εξεσύρη
σύρθηκε έξω, Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ἐκσύρω: [ῡ], σύρω βίαια κάποιον προς τα έξω, σε Ανθ.· Παθ. αόρ. βʹ ἐξεσύρην [ῠ].