ἐνθαλάσσιος
Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.
English (LSJ)
ἐνθαλάσσιον, = ἐνθάλασσος (in the sea, by the sea), νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις S. Fr. 432.10.
Spanish (DGE)
(ἐνθᾰλάσσιος) -ον
• Alolema(s): át. ἐνθαλάττιος
que está en el mar, marino νεῶν ποιμαντῆρες ἐνθαλάσσιοι de los pilotos, S.Fr.432.10, ἐνθαλάττιοι πέτραι rocas en el mar, prob. escollos Hsch.s.u. σπάρνιοι, tal vez ref. un animal marino Hsch.s.u. ἐλλόν.
German (Pape)
[Seite 841] att. ἐνθαλάττιος, auf dem Meere, Soph. frg. 379; VLL.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθᾰλάσσιος: странствующий по морю (νεῶν ποιμαντῆρες Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθᾰλάσσιος: Ἀττ. ἐνθαλάττιος, ον, = τῷ ἑπομ., ναῦς Σοφ. Ἀποσπ. 379.
Greek Monolingual
ἐνθαλάσσιος και αττ. τ. ἐνθαλάττιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται στη θάλασσα, ο θαλάσσιος («νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις» — στους θαλασσινούς κυβερνήτες τών πλοίων, Σοφ.).