ἐποκλάζω
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
cower with bent knees upon, τῇ γῇ Hld.4.17.
German (Pape)
[Seite 1007] darauf niederducken, niederkauern, γῇ Heliod. 4, 17; γαίῃ Agath. prooem. 50 (IV, 3)
Russian (Dvoretsky)
ἐποκλάζω: сидеть на корточках или на коленях (γαίῃ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐποκλάζω: ὀκλάζω, γονατίζω ἐπί τινος, τῇ γῇ συνεχὲς ἐποκλάζοντες, ἐπὶ ὀρχουμένων, Ἡλιόδ. 4. 17.
Greek Monolingual
ἐποκλάζω (Α)
λυγίζω τα γόνατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οκλάζω «λυγίζω τα γόνατα»].