ἑλκτέον
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
one must drag, Pl.R. 365c.
Spanish (DGE)
1 hay que llevar, hay que tirar de fig. τὴν τοῦ ... Ἀρχιλόχου ἀλώπεκα ἑ. ἐξόπισθεν e.d. hay que llevar tras uno a la zorra de Arquíloco Pl.R.365c.
2 hay que aplicar οὐ μὴν ἀλλὰ κἀπὶ τὸ ἀγγεῖον ἑ. τὴν κλῆσιν Poll.10.87.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκτέον: adj. verb. к ἕλκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἕλκω, δεῖ ἕλκειν, Πλάτ. Πολ. 365C.
Greek Monotonic
ἑλκτέον: ρημ. επίθ. του ἕλκω, αυτό που πρέπει να τραβηχθεί, σε Πλάτ.