ἔγκρυψις
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
-εως, ἡ, banking up of a fire, Arist.Juv. 470a12.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 hecho de cubrir con cenizas, cubrimiento ἡ δ' ἔ. σῴζει τὸ πῦρ Arist.Iuu.470a12.
2 astrol. acción de ocultarse, ocultación de los planetas PMich.149.10.40 (II d.C.).
Russian (Dvoretsky)
ἔγκρυψις: εως ἡ запрятывание, закрывание (ἡ ἔ. σώζει τὸ πῦρ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκρυψις: -εως, ἡ, τὸ ἐγκρύπτειν, τὸ παράχωμα, ἡ δ’ ἔγκρυψις σῴζει τὸ πῦρ Ἀριστ. π. Ζωῆς καὶ Θαν. 5.
Greek Monolingual
ἔγκρυψις, η (Α)
διατήρηση ενός αντικειμένου μέσα σε κρύπτη, το παράχωμα.