ὀλόλυγμα
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
English (LSJ)
-ατος, τό, loud cry, mostly of joy, E.Heracl.782 (lyr.); Κυβέλης in honour of C., AP6.173 (Rhian.).
German (Pape)
[Seite 325] τό, lautes Geschrei, im plur., Eur. Heracl. 782.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. ὀλολυγή.
Russian (Dvoretsky)
ὀλόλυγμα: ατος τό Eur., Anth. = ὀλολυγή.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλόλυγμα: τό, ἰσχυρὰ κραυγή, τὸ πλεῖστον χαρᾶς, Εὐρ. Ἡρακλ. 782· Κυβέλης, εἰς τιμὴν τῆς Κυβ., Ἀνθ. Π. 6. 173· πρβλ. ὀλολυγή.
Greek Monolingual
ὀλόλυγμα, τὸ (Α) ολολύζω
δυνατή κραυγή, ιδίως χαράς.
Greek Monotonic
ὀλόλυγμα: τό (ὀλολύζω), δυνατή φωνή, κραυγή, κυρίως από χαρά, σε Ευρ.