ὑπεράγαν
From LSJ
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
English (LSJ)
v. ὑπέρ E.
German (Pape)
[Seite 1189] adv., über die Maaßen, allzusehr, Eur. Med. 627.
French (Bailly abrégé)
adv.
excessivement, ou simpl. beaucoup, tout à fait.
Étymologie: ὑπέρ, ἄγαν.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεράγᾱν: (ᾱγ) adv. тж. раздельно чрезвычайно Eur., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράγαν: ἴδε ἐν λ. ὑπὲρ D.
Greek Monolingual
ὑπεράγαν ΝΜΑ
επίρρ. υπέρμετρα, υπερβολικά, πέρα από όσο πρέπει (α. «ὑπεράγαν ἐβλασφήμουν», ΠΔ
β. «ὑπεράγαν φιλόφρων», Προκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἄγαν «πολύ, πάρα πολύ»].