ὠφελία
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
v. ὠφέλεια.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
v. ὠφέλεια.
Russian (Dvoretsky)
ὠφελία: ион. ὠφελίη ἡ = ὠφέλεια.
Greek (Liddell-Scott)
ὠφελία: ἴδε ὠφέλεια.
Greek Monotonic
ὠφελία: Ιων. -ίη, βλ. ὠφέλεια.
German (Pape)
ἡ, = ὠφέλεια; ion. ὠφελίη, Her. 5.98, 7.139 und sp.D., wie Alph. 2 (VI.187).