διεσπουδασμένως
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
Adv. diligently, D.H.1.6 codd.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διασπουδάζω con cuidado D.H.1.6 (cód.).
Greek (Liddell-Scott)
διεσπουδασμένως: ἐπίρρ., μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας καὶ φροντίδος, Διον. Ἁλ. 1. 6.
German (Pape)
sorgfältig, Dion.Hal. 1.18, neben ἀκριβῶς.