δωδεκαετηρίς
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, cycle of twelve years, τοῦ Διός Gp.1.12 tit.: pl., title of Orphic work, Suid.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
ciclo de doce años del planeta Júpiter Gp.1.12 tít., cf. Heph.Astr.2.29.9, de los planetas Júpiter y Saturno, Procl.in R.2.24, αἱ Δωδεκαετηρίδες tít. de un poema órfico, Sch.Lyc.523, cf. δεκαετηρίς II 3.
German (Pape)
[Seite 693] ίδος, ἡ, Zeitraum von 12 Jahren, Geop. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκαετηρίς: -ίδος, ἡ, χρονικὸν διάστημα ἢ κύκλος δώδεκα ἐτῶν, Γεωπ. 1, 12, Τζέτζ.