ἀελλώδης
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
ἀελλώδες, storm-like, stormy, Sch.Il.3.13, cf. Hsch.
Spanish (DGE)
-ες tempestuoso Sch.Er.Il.3.13a, Hsch.
German (Pape)
[Seite 41] ες, sturmartig, Schol. Il. 3, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀελλώδης: -ες, (εἶδος) ὁμοιάζων θυέλλῃ, θυελλώδης, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 13.