ἀποκεκινδυνευμένως
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
Adv. venturously, Them.Or.8.107c.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἀποκινδυνεύω temerariamente Them.Or.8.107c.
German (Pape)
[Seite 306] gewagt, Themist. 8 p. 107.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκεκινδυνευμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετὰ κινδύνου, Θεμίστ. 107C.